- σίτεμα
- το, Ν [σιτεύω]η διατήρηση αμαγείρευτου τού κρέατος ζώου για μερικές μέρες, ώστε να γίνει μαλακότερο και να μαγειρευθεί ευκολότερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίτεμα — το, ατος μαλάκωμα του κρέατος: Το κρέας το αφήνουν μερικές ημέρες για σίτεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek